ἅρπαγι

ἅρπαγι
ἅρπαξ
robbing
masc/fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αρπάγι — το (Μ ἁρπάγιον) 1. η αρπάγη 2. όργανο αλιευτικό με το οποίο βγάζουν τα ψάρια από τον γρίπο 3. ο ιστός της αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άρπαξ ή < ουσ. αρπάγη] …   Dictionary of Greek

  • αρπάγη — αρπάγη, η και αρπάγι, το τσιγκέλι, γάντζος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”